μεταπλάθω

μεταπλάθω
και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι)
πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)
νεοελλ.
πλάθω κάτι εκ νέου, ξαναπλάθω
μσν.
(το μέσ.) μεταπλάττομαι
διαμορφώνομαι
αρχ.
1. απομιμούμαι, παραποιώ, παραχαράσσω
2. γραμμ. (για ονόματα και ρήματα) σχηματίζομαι με μεταπλασμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταπλάθω — μετάπλασα και μετέπλασα, μεταπλάστηκα, μεταπλασμένος, πλάθοντας μεταβάλλω κάτι, μετασχηματίζω με το πλάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετάπλαση — η (ΑΜ μετάπλασις) [μεταπλάθω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταπλάθω, μετασχηματισμός, μεταποίηση, μεταμόρφωση 2. γραμμ. (για λέξεις και ονόματα) μεταπλασμός νεοελλ. φρ. (γεωπ.) «μετάπλαση εδάφους» εργασία η οποία γίνεται με σκοπό τη… …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταπλάζομαι — (Μ) βλ. μεταπλάθω …   Dictionary of Greek

  • μεταπλάττω — (Α μεταπλάττω) (αττ. τ.) βλ. μεταπλάθω …   Dictionary of Greek

  • μεταπλασμός — ο (ΑΜ μεταπλασμός) [μεταπλάθω] 1. η μετάπλαση 2. γραμμ. ο σχηματισμός ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. ἀλκὶ πεποιθώς (δοτ. ἀλκὶ από ανύπαρκτη ονομαστική ἄλξ*) με σιγουριά για την αλκή του, τη… …   Dictionary of Greek

  • μεταπλαστικός — ή, ό (Α μεταπλαστικός, ή, όν) [μεταπλάθω] νεοελλ. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί μετάπλαση ή αυτός που έχει σχηματιστεί με μεταπλασμό αρχ. (για τύπους) (στους ποιητές) ο μεταβεβλημένος. επίρρ... μεταπλαστικώς και ά (Α μεταπλαστικῶς) με μεταπλασμό …   Dictionary of Greek

  • μεταπλαστός — ή, ό 1. αυτός που επιδέχεται μετάπλαση, ο μεταβλητός 2. γραμμ. φρ. «μεταπλαστά ονόματα» ονόματα τών οποίων το θέμα δεν διατηρείται σε όλους τους τύπους, αλλά μεταβάλλεται στις διάφορες πτώσεις, όπως, λ.χ. το γόνυ, τού γόνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μετασταίνω — (Μ) 1. μεταβάλλω, μεταπλάθω 2. μετακινώ 3. απομακρύνω 4. μεταγγίζω 5. (το μέσ.) μετασταίνομαι α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι ε) πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • μεταστοιχειώ — μεταστοιχειῶ, όω (ΑΜ)·. (ενεργ. και μέσ.) (γενικά) μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταπλάθω, μετασχηματίζω αρχ. μεταβάλλω τη στοιχειώδη φύση ενός πράγματος ή μεταβάλλω ένα στοιχείο σε κάποιο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχειῶ «καταρτίζω, εφοδιάζω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”